Κιλίκιος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Cilicie.
Étymologie: Κίλιξ.
English (Slater)
Κῐλῐκιος Cilician. (Τυφώς) τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον (P. 1.17)
Russian (Dvoretsky)
Κῐλίκιος: киликийский (ἄντρα Aesch.).