Πικηνοί

From LSJ
Revision as of 12:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les habitants du Picenum.
Étym. lat. Picenum.

Greek Monolingual

οι, Ν
λαός που κατοικούσε στην αδριατική ακτή της Ιταλίας από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.

Russian (Dvoretsky)

Πικηνοί: οἱ (лат. Picentes и Picentini) жители Пицена Plut.