ληκυθισμός
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ὁ, hollow, affected speaking, Plu.2.1086e, Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, das Singen, Sprechen mit starker, hohler Stimme, Plut. non posse 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
déclamation.
Étymologie: ληκυθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ληκῠθισμός: ὁ напыщенное декламирование Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθισμός: ὁ, μεγαλοφώνως φωνασκεῖν, κραυγαὶ θορυβώδεις, Πλούτ. 2. 1086Ε, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.
Greek Monolingual
ληκυθισμός, ὁ (Α) ληκυθίζω
το να μιλά ή να φωνάζει ή να ψάλλει κάποιος με δυνατή λαρυγγώδη φωνή.