πλατυμέτωπος

From LSJ
Revision as of 14:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτῠμέτωπος Medium diacritics: πλατυμέτωπος Low diacritics: πλατυμέτωπος Capitals: ΠΛΑΤΥΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: platymétōpos Transliteration B: platymetōpos Transliteration C: platymetopos Beta Code: platume/twpos

English (LSJ)

ον, with broad forehead, βόες Ael.NA12.19, cf. Heph.Astr.2.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à large front.
Étymologie: πλατύς, μέτωπον.

Greek (Liddell-Scott)

πλατυμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ μέτωπον, Αἰλιαν. π. Ζ. 12, 19, Γεωπον. 12, 2, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατυμέτωπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατύ μέτωπο, πλατυκούτελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + μέτωπον.