τιτός
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui mérite vengeance.
Étymologie: adj. verb. de τίω.
Russian (Dvoretsky)
τῐτός: [adj. verb. к τίνω отмщенный, наказанный (Hom. - v. l. к ἄντιτος).