χρέμης
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ητος, ὁ, a fish, prob. = χρόμις, Opp.H.1.112, Ael.NA 15.11.
German (Pape)
[Seite 1370] ητος, ὁ, ein Meerfisch. S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
sorte de poisson de mer.
Étymologie: DELG χρεμετίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. είδος θαλάσσιου ψαριού, πιθ. ο χρόμις
2. ως κύριο όν. Χρέμης
(στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ- του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ης, -ητος (πρβλ. πλάν-ης)].