Ὀλυμπιονίκης
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. Ὀλυμπιο-νίκας, ᾱ, ὁ, A conqueror in the Olympic games, Pi.O.6.4, al., Hdt.5.47,71, And.4.33, Pl.R.465d, Arist.Rh.1365a25. II as adjective, Ὀ. ὕμνος, τεθμός, Pi.O.3.3,7.88.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le vainqueur aux jeux olympiques.
Étymologie: Ὀλύμπια, νικάω.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, συχν. παρὰ Πινδ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. ὕμνος, τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162.
Greek Monotonic
Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, (νικάω),·
I. νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.
II. ως επίθ., Ὀλυμπιονίκης ὕμνος, στον ίδ.
Middle Liddell
νικάω
I. a conqueror in the Olympic games, Pind.
II. as adj., Ὀλ. ὕμνος Pind.