διάφασις
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
εως, ἡ, (διαφαίνω) view through, opp. ἔμφασις, Thphr. Lap.30: metaph., ἐκφάσεις καὶ δ. τῆς ἀληθείας Plu.2.354b, cf. Cic. Att.2.3.2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 transparencia ἥ θ' ὑαλοειδὴς ἣ καὶ ἔμφασιν ποιεῖ καὶ διάφασιν Thphr.Lap.30
•fig. transparencia, evidencia ἐμφάσεις τῆς ἀληθείας καὶ διαφάσεις ἔχουσιν los sacerdotes egipcios, Plu.2.354c, κατ' ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ' Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν θεόν Clem.Al.Strom.1.19.94.
2 vano, ventana c. gen. obj. aiebat uirid<ar>iorum διαφάσεις latis luminibus non tam esse suauis Cic.Att.23.2.
3 arq. intercolumnio θυρώσειν ... τὰς διαφάσεις τῶν στυλοπαραστάδων IIasos 22.9 (heleníst.).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
transparence, clarté.
Étymologie: διαφαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
διάφᾰσις: -εως, ἡ, (διαφαίνω) τὸ φαίνεσθαι διὰ μέσου, διαφάνεια, ἀντίθ. τῷ ἔμφασις, Θεόφρ. Λίθ. 30, Πλούτ. 2. 354Β.
Russian (Dvoretsky)
διάφᾰσις: εως ἡ прозрачность Plut.
German (Pape)
ἡ, das Durchscheinen, das durch einen durchsichtigen Körper fallende Bild, Gegensatz ἔμφασις, Theophr.: auch übertr, Plut. Is. et Os. 9.