κοσμογονία

From LSJ
Revision as of 18:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμογονία Medium diacritics: κοσμογονία Low diacritics: κοσμογονία Capitals: ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: kosmogonía Transliteration B: kosmogonia Transliteration C: kosmogonia Beta Code: kosmogoni/a

English (LSJ)

ἡ, creation or origin of the world, Cleom.1.1; applied to the poem of Parmenides, Plu.2.756 f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cosmogonie, création du monde.
Étymologie: κόσμος, γίγνομαι.

German (Pape)

ἡ, Weltentstehung, Weltschöpfung, die ältere und bessere Form für κοσμογένεια; eine Schrift des Parmenides mit diesem Titel erwähnt Plut. amator. 13.

Russian (Dvoretsky)

κοσμογονία:происхождение мира (название сочинения Парменида) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμογονία: ἡ, ἡ δημιουργία, ἡ γένεσις τοῦ κόσμου, Κλήμ. Ἀλ. 564· ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Παρμενίδου, Πλούτ. 2. 756Ε· ― ὁ τύπος κοσμογένεια ἀπαντᾷ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 810, Ὠριγέν. 1. 360D., κ. ἀλλ.· -γενία παρὰ Θεοδωρήτ.

Greek Monolingual

η (ΑM κοσμογονία)
η δημιουργία του κόσμου
νεοελλ.
κλάδος της αστρονομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της δημιουργίας τών ουράνιων σωμάτων χωριστά του καθενός ή σε ομάδες
αρχ.
ως κύριο όν. Κοσμογονία τίτλος έργου του Παρμενίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμογόνος. Η λ. ως επιστημον. όρος της αστρονομίας είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cosmogony].