μονόχαλος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ον, Doric for μονόχηλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sabot est un, qui n'a pas le pied fourchu.
Étymologie: μόνος, χηλή.
Russian (Dvoretsky)
μονόχᾱλος: дор. = *μονόχηλος.