ἀσυμπαγής

From LSJ
Revision as of 19:02, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπᾰγής Medium diacritics: ἀσυμπαγής Low diacritics: ασυμπαγής Capitals: ΑΣΥΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: asympagḗs Transliteration B: asympagēs Transliteration C: asympagis Beta Code: a)sumpagh/s

English (LSJ)

ές, not compact, Luc.Anach.24.

Spanish (DGE)

-ές
no compacto o mal compactado τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28, cf. Anach.24.

German (Pape)

[Seite 380] ές, nicht zusammengefügt, dah. nicht derb, neben ἁπαλός Luc. Gymn. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non compacte, lâche.
Étymologie: , συμπήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμπᾰγής: досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπᾰγής: -ές, οὐχὶ συμπαγής, Λουκ. Γυμν. 24.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀσυμπαγής, -ές)
ο μη συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμπαγής < συμπήγνυμι, -ύω].

Greek Monotonic

ἀσυμπᾰγής: -ές (συμπήγνυμι), αυτός που δεν είναι συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, σε Λουκ.

Middle Liddell

συμπήγνυμι
not compact, Luc.