ὀκτάεδρος

From LSJ
Revision as of 19:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάεδρος Medium diacritics: ὀκτάεδρος Low diacritics: οκτάεδρος Capitals: ΟΚΤΑΕΔΡΟΣ
Transliteration A: oktáedros Transliteration B: oktaedros Transliteration C: oktaedros Beta Code: o)kta/edros

English (LSJ)

ον, of a solid figure, eight-sided, Gal.5.668 : Subst. ὀκτά-εδρον, τό, octahedron, Arist.Cael.307a16, Ti.Locr. 98d, Euc.11 Def.26, Placit.2.6.5.

German (Pape)

[Seite 317] achtseitig, τὸ ὀκτ., mit acht Seitenflächen; Tim. Locr. 98 d; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à huit faces, octaèdre.
Étymologie: ὀκτώ, ἕδρα.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάεδρος: восьмигранный Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάεδρος: -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ ἕδρας ἢ πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Πλούτ. 2. 719D. II. ὀκτάεδρον, τὸ σχῆμα μὲ ὀκτὼ ἕδρας, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 9, Εὐκλείδ.

Greek Monolingual

και οχτάεδρος, -η, -ο (Α ὀκτάεδρος, -ον)
1. αυτός που έχει οκτώ έδρες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάεδρο
γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες
νεοελλ.
φρ. «κανονικό οκτάεδρο»
μαθ. ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, που έχει οκτώ έδρες οι οποίες είναι ισόπλευρα τρίγωνα, δώδεκα ακμές και έξι κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -εδρος (< ἕδρα)].