ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
η, ον :de couleur sombre, noirâtre, noir.Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.
πέλλος: ὁ предполож. синяя цапля Arst.