Χερσονήσιος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
French (Bailly abrégé)
α, ον ; néo-att. Χερρονήσιος;
de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.
Russian (Dvoretsky)
Χερσονήσιος: новоатт. Χερρονήσιος 3 херсонесский (γῆ Eur.).