κρεμάς
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. Adj. beetling, πέτρα A.Supp.795 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
suspendue.
Étymologie: κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμάς -άδος [κρεμάννυμι] als adj. overhangend.
Russian (Dvoretsky)
κρεμάς: άδος (ᾰδ) adj. f нависшая, свисающая (πέτρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεμάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., κρεμαστή, προέχουσα ὡς ἐπικρεμαμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.
Greek Monolingual
κρεμάς, -άδος, ἡ (Α) κρεμάννυμι
φρ. «κρεμὰς πέτρα» — βράχος κρεμαστός, που προεξέχει σαν να κρέμεται (Αισχύλ.).