ἀϊδήλως
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière funeste.
Étymologie: ἀΐδηλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊδήλως: губительно, беспощадно (κτείνειν Hom.).