μονονουχί
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
v. μόνος B.11.3.
German (Pape)
[Seite 204] d. i. μόνον οὐχί od. μόνον οὐ, beinahe, s. μόνος.
French (Bailly abrégé)
adv.
peu s'en faut que, presque.
Étymologie: μόνος.
Greek (Liddell-Scott)
μονονουχί: ἴδε ἐν λ. μόνος Β. ΙΙ. 5.
Greek Monolingual
μονονουχί και μόνον οὐχί και μονονού(κ) και μόνον οὐ(κ) (Α)
σχεδόν, μόνο που δεν... («καὶ μόνον οὐ τὴν Ἀττικήν ὑμῶν περιῄρηνται», Δημ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόνον + αρνητικό μόριο οὐχί /οὐ].