μονονουχί

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονονουχί Medium diacritics: μονονουχί Low diacritics: μονονουχί Capitals: ΜΟΝΟΝΟΥΧΙ
Transliteration A: mononouchí Transliteration B: mononouchi Transliteration C: mononouchi Beta Code: mononouxi/

English (LSJ)

v. μόνος B.11.3.

German (Pape)

[Seite 204] d. i. μόνον οὐχί od. μόνον οὐ, beinahe, s. μόνος.

French (Bailly abrégé)

adv.
peu s'en faut que, presque.
Étymologie: μόνος.

Greek (Liddell-Scott)

μονονουχί: ἴδε ἐν λ. μόνος Β. ΙΙ. 5.

Greek Monolingual

μονονουχί και μόνον οὐχί και μονονού(κ) και μόνον οὐ(κ) (Α)
σχεδόν, μόνο που δεν... («καὶ μόνον οὐ τὴν Ἀττικήν ὑμῶν περιῄρηνται», Δημ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόνον + αρνητικό μόριο οὐχί /οὐ].