κνιπεία
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
ἡ, miserliness, Doroth.in Cat.Cod.Astr.6.81.
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ, Knickerei, Armut, Mangel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑπεία: ἢ κνιπία, ἡ, (κνιπὸς) φειδωλία, προσέτι, ἔνδεια, Δωροθ. 837Β, Θεοφάν. Χρον. σ. 248, κλ., Βυζ.
Greek Monolingual
κνιπεία, ή (AM) κνιπεύω
μσν.
κνιπία.
αρχ.
φιλαργυρία, τσιγκουνιά.