ἀμφοτερόπλους
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
-ουν, contr. for ἀμφοτερόπλοος (navigable on both sides).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. ἀμφοτερόπλους, -ουν
1 navegable por dos lados γῆ de un istmo, Poll.9.18.
2 de ambas navegaciones, del viaje de ida y vuelta de un barco, ἀργύριον D.34.25, δάνειον Harp., Poll.8.141, κέρδος Ael.Ep.18
•ac. adverb. δανείζονται ... ἐπὶ τῇ νηὶ τρισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν prestan sobre la nave tres mil dracmas para el viaje de ida y vuelta D.56.6, cf. 34.6, 23.
German (Pape)
[Seite 146] ουν, von beiden Seiten zu umschiffen, γῆ Poll. 9, 18, oder zu beiden Seiten schiffbar, B. A. 202; τὸ ἀμφοτερόπλουν, sc. ἀργύριον od. δάνειον, Geld auf Bodmerei für die Hin- u. die Rückfahrt ausgelichen, so daß der Gläubiger Capital u. Zinsen erst nach der Rückfahrt erhält, vgl. ἑτερόπλουν Dem. 34, 6 u. öfter. S. Böckh Staatshaush. I p. 147.
Greek Monolingual
ἀμφοτερόπλους, -ουν (Α)
1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός)
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν
ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -πλοῦς < πλοῦς.