ἀπαραφυλάκτως
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans précaution.
Étymologie: ἀ, παραφυλάσσω.
Spanish
descuidadamente, desprevenidamente, sin cuidado, sin escrúpulos
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραφῠλάκτως: Aesop. = ἀπαρατηρήτως.