μιλτοπάρῃος
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
Middle Liddell
μιλτο-πάρῃος, ον [πᾰρεια]
red-cheeked, of ships which had their bows painted red, Hom.
English (Autenrieth)
(μίλτος, ‘vermilion’): red-cheeked, epith. of ships painted red, Il. 2.637, Od. 9.125.
German (Pape)
[Seite 186] rothwangig, bei Hom. Beiwort der Schiffe, an denen die Seitentheile der πρώρα und πρύμνα roth angestrichen waren, Il. 2, 637 Od. 9, 125, wie Apoll. L. H. bemerkt, nur von den Schiffen des Odysseus gesagt; nachgeahmt von Spätern, wie Opp. Cyn. 3, 509; Luc. Charid. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux bords litt. aux joues d'un rouge vermillon (navire).
Étymologie: μίλτος, παρειά.
Russian (Dvoretsky)
μιλτοπάρῃος: (ᾰ) досл. с красными щеками, перен. краснобокий (νῆες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μιλτοπάρῃος: -ον, (πᾰρειὰ) ὁ ἔχων ἐρυθρὰς παρειάς, ἐπίθρτ. τῶν πλοίων τοῦ Ὀδυσσέως, τῶν ὁποίων αἱ πρῷραι ἦσαν βεβαμμέναι μὲ χρῶμα ἐρυθρόν, Ἰλ. Β. 637, Ὀδ. Ι. 125. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μιλτοπάρῃοι· μιλτόπρῳροι. τὰ ἑκατέρωθεν τῆς πρύμνης καὶ πρῴρας μεμιλτωμένα ἔχουσαι· αἱ δὲ αὐταὶ καὶ φοινικοπάρῃοι ἐλέγοντο».