ἐξάλειψις
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, A whitewashing, τοῦ ἀποδυτηρίου BCH23.566 (Delph., iii B.C.). II blotting out, destruction, LXX Mi.7.11, al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 enlucido, revoque, enjalbegado γᾶς λευ[κ] ᾶς ἐν τὰν ἐξάλειψιν τοῦ ἀποδυτηρίου CID 2.139.21, cf. 19 (III a.C.).
2 borradura, tachadura ὡς ... τὰς ... ἀπογραφὰς μικροῦ δεῖν παντελῆ παθεῖν ἐξάλειψιν Eus.HE 9.8.5.
3 destrucción, exterminio ἐ. σου ἡ ἡμέρα ἐκείνη LXX Mi.7.11, νεανίσκον, καὶ παρθένον ... καὶ γυναῖκας ἀποκτείνατε εἰς ἐξάλειψιν LXX Ez.9.6, cf. Gr.Nyss.M.46.224A, Pall.V.Chrys.18.137, οὐκ ἂν δοίην εἰς ἐξάλειψιν ... τὸν Ἐφραΐμ Cyr.Al.M.71.273A, cf. Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1316D.
4 fig. purificación τὸ λουτρὸν ἐ. (ἐστιν) ref. a los pecados, Gr.Naz.M.37.1200A.
German (Pape)
[Seite 866] ἡ, das Auslöschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάλειψις: -εως, ἡ, ἐξαφάνισις, καταστροφή, ἐξάλειψίς σου ἡ ἡμέρα ἐκείνη Ἑβδ. (Μιχ. Ζ΄, 11)· ἀποκτείνατε εἰς ἐξάλειψιν Ἰεζεκ. Θ΄, 6.