λαμπυρίδα
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
και λαμπυρίς, η (AM λαμπυρίς, -ίδος)
γένος κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια λαμπυρίδες, κυ. πυγολαμπίδα, κολοφωτιά
μσν.
η φλόγα της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπυλίς, με ανομοίωση, < λάμπω + -υλίς (πρβλ. ειδυλίς)].