ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ἠπιόδωρος, -ον (Α)αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. άδωρος].