μηλοδαΐκτας

From LSJ
Revision as of 06:45, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοδᾰΐκτας Medium diacritics: μηλοδαΐκτας Low diacritics: μηλοδαΐκτας Capitals: ΜΗΛΟΔΑΪΚΤΑΣ
Transliteration A: mēlodaḯktas Transliteration B: mēlodaiktas Transliteration C: milodaiktas Beta Code: mhlodai/+ktas

English (LSJ)

α, ὁ, sheep-slaying, λέων B.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοδαΐκτας: ὁ, = μηλοκτόνος, ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.

Greek Monolingual

μηλοδαΐκτας, ὁ (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + δαΐκτας (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ξενοδαΐκτας].