Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
εὐκύμαντος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα
2. μτφ. αυτός που αναπηδά όπως το κύμα, ο βίαιος, ο ισχυρός («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυμαντος (< κυμαίνω)
πρβλ. ακύμαντος].