ψευδόδοξος
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ον, holding a false opinion or notion, labouring under a delusion, Gal.19.484.
German (Pape)
[Seite 1394] eine falsche Meinung, einen Irrwahn habend.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόδοξος: -ον, ὁ ἔχων ψευδῆ ἢ πεπλανημένην δόξαν ἢ γνώμην, ἠπατημένος, διατελῶν ἐν ἀπάτῃ, Γαλην. 19. 484.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει λαθεμένη άποψη, εσφαλμένη γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ματαιόδοξος].