Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Full diacritics: φοινάς | Medium diacritics: φοινάς | Low diacritics: φοινάς | Capitals: ΦΟΙΝΑΣ |
Transliteration A: phoinás | Transliteration B: phoinas | Transliteration C: foinas | Beta Code: foina/s |
άδος, ἡ, = ἐρυσίβη, Theognost.Can.25.
-άδος, ἡ, ΜΑ
μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι, η ερυσίβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «κόκκινος» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. γυμνάς, νωθράς)].