φύσιγγα

From LSJ
Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η / φῡσιγξ, -ιγγος, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση
αρχ.
1. κύστη στο δέρμα ή σε σημείο του σώματος
2. ο βολβός του σκόρδου και άλλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -ιγξ (πρβλ. σῦριγξ, φόρμιγξ)].