Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
φοβήτωρ: ὁ, ὁ φοβῶν, Νικ. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τόμ. Α΄, σ. 85.
-ορος, ὁ, Μ
αυτός που προξενεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτήτωρ, φρουρήτωρ)].