πλακίς
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
ίδος, ἡ, bench, seat, couch of flowers, used at the Panathenaea, Hsch.
German (Pape)
[Seite 624] ίδος, ἡ, Bank, Sitz, Ruhebett von Blumen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰκίς: ἡ, «κλινίδιον κατεσκευασμένον ἐξ ἀνθῶν, (ἐν) τῇ ἑορτῇ τῶν Παναθηναίων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κλινίδιον κατεσκευασμένον ἐξ ἀνθῶν [ἐν] τῇ ἑορτῇ τῶν Παναθηναίων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. θωρακίς, φυλακίς)].