νεκυηδόν
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
Adv. corpse-like, Euph.88, Sch. D.T.p.276H.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυηδόν: Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν σῶμα, ὡς λείψανον, Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).
Greek Monolingual
νεκυηδόν (Α)
επίρρ. σαν νεκρό σώμα, σαν λείψανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κυκληδόν, λυκηδόν)].