τρεσᾶς

From LSJ
Revision as of 08:20, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεσᾶς Medium diacritics: τρεσᾶς Low diacritics: τρεσάς Capitals: ΤΡΕΣΑΣ
Transliteration A: tresâs Transliteration B: tresas Transliteration C: tresas Beta Code: tresa=s

English (LSJ)

or τρέσας, ὁ, v. τρέω 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

τρεσᾶς: ὁ, δειλός, «ὁ φύξηλις, ὃν καὶ τρεσᾶν, εἴποι ἄν τις κωμικευόμενος» Εὐστ. 772, 12· «τρεσάντων, ὅθεν καί τις ἐν Ἀθηναίοις ἐπὶ δειλίᾳ κωμῳδούμενος τρεσᾶς ἐκαλεῖτο, καθὰ καί τις ἕτερος διάρροιαν πάσχων γαστρὸς χεσᾶς ἐλέγετο» ὁ αὐτ. 1000, 11. - Ἐν Χοιροβ. Καν. 43, 3 παροξυτόνως «τρέσας τρέσα, ὁ δειλὸς», ἀλλὰ διορθωτ. τρεσᾶς, τρεσᾶ, ἴδε τὸ ῥῆμα τρέω Ι. 2.

Greek Monolingual

-ᾱ, ὁ, Α
αυτός που τράπηκε σε φυγή, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεσ- του ρ. τρέω «τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. μτχ. τρέσας) + επίθημα -ᾶς της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. ἐλασᾶς, χεσᾶς)].

German (Pape)

ὁ, der Flüchtling, com., von τρέσας (s. τρέω) gebildet, Eust. Il. p. 772.