σπάσιμο
Greek Monolingual
το, Ν
1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάση («σπάσιμο ποτηριού»)
2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο»)
3. κήλη
4. ρήξη του παρθενικού υμένα
5. υπερβολική κούραση
6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» — πρόκληση εκνευρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ- του αορ. έ-σπασ-α του σπάω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο, πέσιμο)].