σπάσιμο

Revision as of 08:20, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάσησπάσιμο ποτηριού»)
2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο»)
3. κήλη
4. ρήξη του παρθενικού υμένα
5. υπερβολική κούραση
6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» — πρόκληση εκνευρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ- του αορ. έ-σπασ-α του σπάω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο, πέσιμο)].