ρωμαλέος

From LSJ
Revision as of 08:20, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥωμαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατόςῥωμαλέος κατὰ χεῖρα», Πλούτ.)
αρχ.
1. υγιής
2. ανδρείος, γενναίος
3. (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) έντονος, ισχυρός (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», Διοσκ.).
επίρρ...
ρωμαλέως / ρωμαλέως, ΝΜΑ, και ρωμαλέα, Ν
(τροπ.) με δύναμη, με ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώμη + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηραλέος, πειναλέος)].