τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
η, Ν
1. άνοιγμα σε μήκος της επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα
2. σχισμάδα, χαραμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. λαβωματιά, σταλαγματιά)].