νεφρίτιδα

From LSJ
Revision as of 08:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

η (Α νεφρῖτις)
νεοελλ.
οξεία ή χρόνια αμφοτερόπλευρη παρεγχυματική νόσος τών νεφρών που αφορά κυρίως το αγγειακό τους σύστημα ή τον συνδετικό ιστό ανάμεσα στα ουροφόρα σωληνάρια
αρχ.
1. παρουσία άμμου στους νεφρούς
2. ως επίθ. νεφρική, αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + επίθημα -ῖτις (πρβλ. αρθρίτις), Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nephritis].

Translations

ar: التهاب الكلى; ast: nefritis; be_x_old: нэфрыт; be: нефрыт; bg: нефрит; ca: nefritis; de: Nephritis; dv: ގުރުދާ ދުޅަވުން; el: νεφρίτιδα, νεφρίτις; grc: νεφρῖτις; en: nephritis; eo: nefrito; es: nefritis; eu: nefritis; fi: munuaistulehdus; fr: néphrite; hy: երիկամաբորբ; id: nefritis; it: nefrite; ka: ნეფრიტი; kk: нефрит; ko: 신장염; ky: нефрит; nl: nefritis; pl: zapalenie nerek; pt: nefrite; ru: нефрит; simple: nephritis; ta: நீரகவழல்; tr: nefrit; uk: нефрит; zh: 腎炎