νυχτερίδα
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
Greek Monolingual
και νυκτερίδα, η (ΑΜ νυκτερίς, -ίδος, Μ και νυκτερίδα)
γενική, κοινή σήμερα, ονομασία τών θηλαστικών της τάξης χειρόπτερα, τα οποία είναι τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν
μσν.
νυχτοκόρακας
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. είδος φυτού
3. μτφ. παρωνύμιο προσώπων («Χαιρεφῶν ή νυκτερίς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νυχτερίδα < νυκτερίς < νύκτερος + επίθημα -ίς (πρβλ. Πορφυρίς)].