γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ὀσμύλη, ἡ (Α)ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλη (πρβλ. κογχύλη)].