τεταρτημόριο
Greek Monolingual
το / τεταρτημόριον, ΝΑ, και συντετμημένος τ. ταρτημόριον και δωρ. τ. ταρταμόριον Α
1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
2. μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις ίσους τομείς στους οποίους διαιρούν την επιφάνεια ενός κύκλου δύο κάθετες μεταξύ τους διάμετροί του
νεοελλ.
1. μουσ. το μικρότερο διάστημα του ημιτονίου το οποίο το χωρίζει σε δύο ίσα μέρη
2. (τροφ. τεχνολ.) (στον τεμαχισμό τών σφαγίων) το ήμισυ του ημιμορίου βοοειδών (α. «πρόσθιο τεταρτημόριο» β. «οπίσθιο τεταρτημόριο»)
αρχ.
1. το ένα τέταρτο του οβολού, της κοτύλης, του αττ. μέτρου χωρητικότητας τών υγρών καθώς και το ένα τέταρτο του ασσαρίου, ρωμαϊκού χάλκινου νομίσματος μικρής αξίας
2. μουσ. το ένα τέταρτο του τόνου, δηλαδή το ήμισυ διέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + μόριον (πρβλ. δεκατημόριον, ογδοημόριον). Το -η- τών τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].