μελλοθάνατος

From LSJ
Revision as of 16:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλοθᾰ́νᾰτος Medium diacritics: μελλοθάνατος Low diacritics: μελλοθάνατος Capitals: ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: mellothánatos Transliteration B: mellothanatos Transliteration C: mellothanatos Beta Code: melloqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, at the point of aeath, Sch.Ar. Pl.277.

German (Pape)

[Seite 125] im Begriffe zu sterben, dem Tode nahe, zw.

Greek (Liddell-Scott)

μελλοθάνᾰτος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἀποθάνῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 277.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μελλοθάνατος, -ον)
αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα
νεοελλ.
άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + θάνατος (πρβλ. ετοιμοθάνατος)].