σαγματοράφος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ὁ, = σαγματοράπτης (saddler), PGoodsp. Cair. 30 xxxviii 19 (ii AD).
Greek Monolingual
ὁ, Α
σαγματοράπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. αρμενοράφος, κοσκινοράφος].