ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
-ές, Μ
(για την Εύα) αυτή που γεννήθηκε από την πλευρά του Αδάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. γυναικοφυής, πετροφυής].