πολυγενής

From LSJ
Revision as of 16:44, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγενής Medium diacritics: πολυγενής Low diacritics: πολυγενής Capitals: ΠΟΛΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: polygenḗs Transliteration B: polygenēs Transliteration C: polygenis Beta Code: polugenh/s

English (LSJ)

ές, (γένος) of many families, Poll.9.21; π. τὸν Δία προσηγόρευσεν PMich. in Class.Phil.22.9.

German (Pape)

[Seite 660] ές, von vielen, vielerlei Geschlechtern; Poll. 6, 171; Schol. Il. 2, 804.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ πολλῶν οἰκογενειῶν ἀποτελούμενος, Πολυδ. Ϛ΄, 171, Θ΄, 21.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γενής (< γένος), πρβλ. μονογενής, ομογενής].