νήριστος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 254] (νη – ἐριστός), unbestritten, Gramm.
Greek Monolingual
νήριστος, -ον (Α)
αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ήριστος (< ἐρίζω), πρβλ. αμφήριστος, επήριστος].
[Seite 254] (νη – ἐριστός), unbestritten, Gramm.
νήριστος, -ον (Α)
αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ήριστος (< ἐρίζω), πρβλ. αμφήριστος, επήριστος].