υγροκαμπής
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάμπτεται με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -καμπής (< καμπή < κάμπτω), πρβλ. μεγαλοκαμπής, οξυκαμπής].