οπωροβόρος
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
Greek Monolingual
ὀπωροβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώει οπώρες, οπωροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμοβόρος].
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
ὀπωροβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώει οπώρες, οπωροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμοβόρος].