ομόζυξ

From LSJ
Revision as of 10:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

ὁμόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. ομόζυγοςὁμόζυξ μετὰ τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῦτα ἀντιτείνει», Πλάτ.)
2. σύζυγος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο
2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι του ίδιου είδους με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. νεόζυξ].