πατρογεώργητος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek (Liddell-Scott)
πατρογεώργητος: ἄμπελος, ἡ ὑπὸ τοῦ πατρὸς γεωργηθεῖσα, Θ. Στουδ. σ, 801, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ον, Μ
φρ. «πατρογεώργητος ἄμπελος» — η άμπελος που καλλιεργήθηκε από τον πατέρα.'
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γεώργητος (< γεωργῶ), πρβλ. ευγεώργητος].